ἐμφανίσιμα

ἐμφανίσιμα
ἐμφαν-ίσιμα, τά,
A fees paid at installation in a benefice, Just.Nov. 56.1 (but -ιστικά, τά, ib.Praef.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εμφανίσιμα — ἐμφανίσιμα, τα (Μ) το ποσό που όφειλε, κατά το βυζαντινό διοικητικό δίκαιο, να καταβάλει στο δημόσιο ο διοριζόμενος σε διοικητικό αξίωμα για να εγκατασταθεί σε αυτό …   Dictionary of Greek

  • ἐμφανισίμων — ἐμφανίσιμα fees paid at installation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφανιστικός — ή, ό (AM ἐμφανιστικός, ή, όν) αρχ. 1. δηλωτικός, βεβαιωτικός 2. εκφραστικός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμφανιστικόν α) η ιδιότητα ενός ονόματος ή γενικώς λέξεως να έχει ολοφάνερη σημασία β) χρηματική καταβολή με την κατάθεση μηνύσεως μσν. (το ουδ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”